- θήρα
- I
Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη.II
Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων.
Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού, ψηλά στον κάθετο βράχο του χείλους της Καλντέρας, με εξαιρετική θέα της τη Θηρασία. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Κυκλάδων. Από το μικρό λιμάνι της Θ., τον Γιαλό, ξεκινά σκάλα με 580 σκαλοπάτια, την οποία οι κάτοικοι και οι επισκέπτες του νησιού ανεβαίνουν και με τα ζώα.* * *η (ΑΜ θήρα, Α και ιων. τ. θήρη)κυνήγι, άγρανεοελλ.1. το θήραμα, το προϊόν τού κυνηγιού, η λεία2. μτφ. επίμονη αναζήτηση, επιμελής επιδίωξη, κυνήγημα, κυνηγητόαρχ.1. κυνήγι άγριων ζώων2. κυνήγι αιχμαλώτου3. τόπος όπου γίνεται το κυνήγι4. (στους Ρωμαίους) οι αγώνες τού ιπποδρομίου5. φρ. («ἡ περὶ τὴν θάλασσαν θήρα» — η αλιεία, Πλάτ.[ΕΤΥΜΟΛ. < θήρ (πρβλ. μήτρα < μήτηρ) ή, πιθανώς, υποχωρητικό παρ. < θηρώ. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -θήρας και, σπανίως, -θηρος.ΠΑΡ. αρχ. θηράσιμος, θηροσύνη, θηρότις.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θηρολέξης, θηροφόρος(Β' συνθετικό)1. -θήρας, λαγοθήρας, περδικοθήρας, χρυσοθήραςαρχ.ασπιδοθήρας, δειπνοθήρας, δικτυοθήρας, δορκαδοθήρας, ελεφαντοθήρας, θηροθήρας, θυννοθήρας, ιχθυοθήρας, καλαμοθήρας, κογχοθήρας, κωνωποθήρας, λιθοθήρας, λινοθήρας, λογοθήρας, μετεωροθήρας, μυιοθήρας, μυοθήρας, νυκτοθήρας, οιναδοθήρας, οινοθήρας, ονοθήρας, ονοματοθήρας, ορνιθοθήρας, ορτυγοθήρας, σπογγοθήρας, συοθήρας, σωληνοθήρας, ταγηνοκνισοθήρας, υδροθήρας, φυγαδοθήρας, χλαινοθήραςνεοελλ.αδαμαντοθήρας, ακριδοθήρας, βιβλιοθήρας, γυναικοθήρας, εντομοθήρας, επαινοθήρας, ηδονοθήρας, θεσιθήρας, θησαυροθήρας, καινοθήρας, λαθροθήρας, λεξιθήρας, προικοθήρας, σκανδαλοθήρας, φαλαινοθήρας, χρησιμοθήρας, ψηφοθήρας2. -θηρος. αρχ. αρτίθηρος, δύσθηρος, εύθηρος, μισόθηρος, σύνθηρος, φιλόθηρος].
Dictionary of Greek. 2013.